- φαμφάρα
- η(λ. ιταλ.)1. μελωδία πομπώδης με πανηγυρικό χαραχτήρα, που παίζεται με σάλπιγγες: Με φαμφάρες εμφανιζόταν παλιότερα ο αυτοκράτορας.2. ορχήστρα από χάλκινα όργανα, μπάντα: Στην παρέλαση υπάρχει και φαμφάρα.3. φλυαρία (βλ. λ.): Δεν μπορώ να τον ακούω, όλο φαμφάρες είναι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.